- διαρθρωτικός
- η , ό[ν]1) компонующий; 2) структурный;
διαρθρωτικές αλλαγές — структурные изменения;
3) членораздельный, отчётливый;4) анат. сочленяющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρθρωτικές αλλαγές — структурные изменения;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρθρωτικός — explanatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρθρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη διάρθρωση ή ανήκει σ’ αυτήν: Ο λόγος του παρουσιάζει διαρθρωτικά σφάλματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαρθρωτικόν — διαρθρωτικός explanatory masc acc sg διαρθρωτικός explanatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρθρωτικούς — διαρθρωτικός explanatory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρθρωτικήν — διαρθρωτικός explanatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)